δεε-
δ
δα
δε
δεβ-
δεδ-
δεει-
δεεσ-
δεη-
δεθ-
δει-
δεκ-
δελ-
δεμ-
δεν-
δεξ-
δεο-
δεπ-
δερ-
δεσ-
δευ-
δεχ-
δεω-
δη
δι
δο
δρ
δυ
δω
δέει
Parse:
Noun: Dat Sing Neut
Meaning:
fear, alarm
Root:
δέος
δέεσθαι
Parse:
Verb: Pres Mid/Pass Infin
Root:
δέομαι