Close ×
Home
βόειος
βόες
βοε-
☰
βα
βδ
βε
βη
βι
βλ
βο
βοα-
βοβ-
βοες
βοη-
βοθ-
βοι-
βολ-
βομ-
βοο-
βορ-
βοσ-
βοτ-
βου-
βοω-
βρ
βυ
βω
βόειος
Meaning:
of an ox
Forms:
βόες
Root:
βοῦς