Close ×
Home
ἀπαδικέω
ἀπαδικήσεις
απαδ-
☰
αα
αβ
αγ
αδ
αε
αζ
αη
αθ
αι
ακ
αλ
αμ
αν
αξ
αο
απ
απα
απαγ-
απαδ-
απαθ-
απαι-
απακ-
απαλ-
απαμ-
απαν-
απαξ-
απαρ-
απασ-
απατ-
απαυ-
απαφ-
απαχ-
απε-
απη-
απι-
απλ-
απν-
απο-
απρ-
απτ-
απυ-
απω-
αρ
ασ
ατ
αυ
αφ
αχ
αψ
αω
ἀπαδικέω
Meaning:
to withhold wrongfully
Forms:
ἀπαδικήσεις
Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
ἀπαδικήσεις
Parse:
Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
Root:
ἀπαδικέω
ἀπᾴδω
Meaning:
to disagree
Forms:
ἀπᾴδων
Part: Pres Act Nom Sing Masc