- regain
-
- ἀπολαμβάνω
- regain one's senses
- ἀνανήφω
- regain one's strength
- ἀνακτάομαι
- ἐνισχύω
- regent
-
- διαδέχομαι
- to be co-regent
- παραβασιλεύω
- συμβασιλεύω
- regret
-
- μεταμέλεια
- μεταμελέω
- μεταμέλομαι
- μετάμελος
- without regret
- ἀμεταμέλητος
- without feeling regret
- ἀμεταμελήτως
- regret what is lost
- ποθέω
- regulate
-
- ἄρχω
- διαιτάω
- διακοσμέω
- regulating
- διακόσμησις
- regulation
-
- διακόσμησις
- δικαίωμα
- νόμος
- submit to regulations
- δογματίζω