κατημ-
κ
κα
καβ-
καγ-
καδ-
καε-
καη-
καθ-
και-
κακ-
καλ-
καμ-
καν-
καπ-
καρ-
κασ-
κατ
κατα-
κατε-
κατη-
κατηγ-
κατηε-
κατηκ-
κατηλ-
κατημ-
κατην-
κατηξ-
κατηπ-
κατηρ-
κατησ-
κατηυ-
κατηφ-
κατι-
κατο-
κατω-
καυ-
καφ-
καψ-
κε
κη
κι
κλ
κν
κο
κρ
κτ
κυ
κω
κατημαξευμένας
Parse:
Part: Perf Mid/Pass Gen Sing Fem
Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Fem
Meaning:
to travel by wagon
Root:
ἁμαξεύω